- ασκόνιστος
- η , ο незапылённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασκόνιστος — η, ο αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να σκονιστεί, να σκεπαστεί από σκόνη («ασκόνιστα έπιπλα», «τον ήλιο τον ασκόνιστο») … Dictionary of Greek
ασκόνιστος — η, ο αυτός που δε σκονίστηκε: Το μπαλκόνι μας σήμερα ήταν ασκόνιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακορνιάχτιστος — η, ο [κορνιαχτίζω] ο ασκόνιστος, ο ολοκάθαρος … Dictionary of Greek